Ἄρκτων

Ἄρκτων
Ἄρκτος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Άρκτων, Μεγάλη Λίμνη των- — (Great Bear Lake). Λιμναία λεκάνη (31.790 τ. χλμ.) στον βορειοδυτικό Καναδά, μια από τις πιο εκτεταμένες της Βόρειας Αμερικής και από τις αμέτρητες καναδικές λίμνες παγετωνικής προέλευσης. Βρίσκεται στη Βορειοδυτική Περιοχή, στη λεκάνη του… …   Dictionary of Greek

  • ἄρκτων — ἄρκτος bear fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακένζι — I (Mackenzie). Ποταμός (4.241 χλμ.) του Καναδά, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Εκβάλλει στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό και η λεκάνη απορροής του είναι 1.760.000 τ. χλμ. Πηγάζει με την ονομασία Αθαμπάσκα στη δυτική Αλμπέρτα από την ανατολική… …   Dictionary of Greek

  • Σβάλμπαρντ — Νορβηγικό νησιωτικό έδαφος στο Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, που αποτελείται από το αρχιπέλαγος των Σβάλμπαρντ και από το νησί των Άρκτων (Μπιαίρναιγια).Έχει έκταση 62 049,5 τ. χλμ. και πληθυσμό 2897 κάτ., κατά το μεγαλύτερο μέρος Νορβηγών και Ρώσων.… …   Dictionary of Greek

  • СОСТРАТ —    • Sostrătus,          Σώστρατος,        1. морской разбойник, который завладел островом Галонесом, принадлежавшим афинянам, но был снова изгнан Филиппом Македонским;        2. сын Аминты Стимфейского, участвовал вместе с Гермолаем в заговоре… …   Реальный словарь классических древностей

  • APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής …   Dictionary of Greek

  • κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”